πλύσμα

πλύσμα
-ατος, τὸ Α
βλ. πλύμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλύμα — (I) ατος, το / πλύσμα, ΝΑ [πλύνω] 1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα 2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό | νεοελλ. βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”